- οἰκονομῶν
- οἰκονομέωmanage as a house-stewardpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκονόμων — οἰκόνομος one who manages a household masc gen pl οἰκονόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων — Βλ. λ. Οικονόμος, Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
δικηροτρίκηρα — τα εκκλ. ένα δίκηρο, σύμβολο τής διπλής φύσης τού Χριστού, κι ένα τρίκηρο, σύμβολο τής Αγίας Τριάδας, τα οποία χρησιμοποιεί ο αρχιερέας κατά την τέλεση αρχιερατικής λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Κ. Οικονόμο τον εξ… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
κανονιοφόρος — η 1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα 2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος,… … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
Βάμβας, Νεόφυτος — (Χίος 1770 – Αθήνα 1855). Λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Φιλομαθής και ανήσυχη φύση, ο Β. άλλαζε τόπο εγκατάστασης σχεδόν συνεχώς έως τα σαράντα του χρόνια (Χίο, Σίφνο, Πάτμο, Βλαχία, Κωνσταντινού πολη, Παρίσι) για να παρακολουθήσει τα… … Dictionary of Greek
Μπαλάνος, Δημήτριος — (Αθήνα 1877 – 1959). Θεολόγος, πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Γόνος της ιστορικής ηπειρώτικης οικογένειας (βλ. λ. Μπαλάνος), ο Μ. σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία (1900 4). Υπηρέτησε ως… … Dictionary of Greek
Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… … Dictionary of Greek